- γομφιασμός
- γομφιασμός, ο (Α) [γομφιάζω]1. πόνος στους γομφίους2. τρίξιμο δοντιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γομφιασμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γομφιασμῷ — γομφιασμός masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γομφιασμόν — γομφιασμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γομφίασις — γομφίασις, η (Α) [γομφιάζω] ο γομφιασμός … Dictionary of Greek